κυκλοφορικός

κυκλοφορικός
και κυκλοφοριακός, -ή, -ό (AM κυκλοφορικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία (α. «κυκλοφορι[α]κές διαταραχές τού αίματος» β. «το κυκλοφοριακό πρόβλημα στην Αθήνα είναι δυσεπίλυτο»)
2. αυτός που αναφέρεται η αποβλέπει στην πώληση («το έντυπο σταμάτησε να εκδίδεται για κυκλοφοριακούς λόγους»)
3. φρ. «κυκλοφορι(α)κό σύστημα» — το σύστημα τού αίματος, τών αιμοφόρων αγγείων, τών λεμφικών αγγείων και τής καρδιάς που ενέχονται στην κυκλοφορία τού αίματος και τής λέμφου
μσν.-αρχ.
αυτός που κινείται κυκλικά.
επίρρ...
κυκλοφορικώς (Α)
με κυκλική κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυκλοφορικός < κυκλοφορώ, ενώ ο τ. κυκλοφοριακός < κυκλοφορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυκλοφορικός — ή, ό βλ. κυκλοφοριακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυκλοφοριακός — ή, ό βλ. κυκλοφορικός …   Dictionary of Greek

  • ՇՐՋԱԲԵՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. κυκλοφορικός, κυκλικός orbicularis, circularis. Պարբերական. պարառիկ. շրջանաւոր. հոլովական՞ *Հինգերորդ եւ շրջաբերական բնութիւնն, յորմէ առաջինքն ասեն կատարել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κυκλοφοριακός — κυκλοφοριακός, ή, ό και κυκλοφορικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία: Το κυκλοφοριακό σύστημα λειτουργεί κανονικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”